διφώ
From LSJ
πόλεώς ἐστι θάνατος, ἀνάστατον γενέσθαι → for a city destruction is like death
Greek Monolingual
διφῶ (-άω και -έω) (Α)
ερευνώ, αναζητώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για εκφραστικό (θαμιστικό-επιτατικό) μεταρρηματικό παράγωγο σε -άω. Εμφανίζεται ως β' συνθετικό λέξεων με τη μορφή -δίφης (πρβλ. αστροδίφης, ιστοριοδίφης, φυσιοδίφης κ.ά.)]