διφώ

From LSJ

Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund

Menander, Monostichoi, 377

Greek Monolingual

διφῶ (-άω και -έω) (Α)
ερευνώ, αναζητώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για εκφραστικό (θαμιστικό-επιτατικό) μεταρρηματικό παράγωγο σε -άω. Εμφανίζεται ως β' συνθετικό λέξεων με τη μορφή -δίφης (πρβλ. αστροδίφης, ιστοριοδίφης, φυσιοδίφης κ.ά.)]