δισυλλαβία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, A pair of syllables, καταληκτικὸν εἰς δ. Sch.Ar.Av.904, etc.
Greek (Liddell-Scott)
δισυλλαβία: ἡ, δύο συλλαβαί, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 903 κτλ.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): -λλαβεία Theognost.Can.p.119.4
disilabismo Theognost.l.c., Sch.D.T.270.21, Sch.Er.Il.16.57c, An.Ox.3.320.