δρυμίς
From LSJ
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
English (LSJ)
ίδος, ἡ, A = δρυάς, δ. Νύμφαι An.Ox.1.225.
Greek (Liddell-Scott)
δρυμίς: -ίδος, ἡ, = δρυάς, δρ. Νύμφαι Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 69.
Spanish (DGE)
(δρῡμίς) -ίδος, ἡ
del bosque, dríade δρυμίδες Νύμφαι SHell.1022, cf. Hdn.Gr.1.85.