εὐκτέον
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
(εὔχομαι) A one must pray for or desire, Pl.Lg.687e, Heraclit. Ep.7.8; θεῷ τὰ ἄξια θεοῦ prob. cj. in Porph.Marc.12: abs., Max. Tyr.11.4.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκτέον: ῥημ. ἐπίθ., δεῖ εὔχεσθαι, Μεθόδ. 241Α.
French (Bailly abrégé)
adj. verb. de εὔχομαι.
Greek Monolingual
εὐκτέον (Α)
(ρημ. επίθ. του ρ. εύχομαι) πρέπει να εύχεται, να παρακαλεί κανείς.