θυραβάθρα

Revision as of 21:49, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A companion-ladder in a ship,PLond.3.1164h9(iii A.D.).

Greek Monolingual

θυραβάθρα, ἡ (Α)
σκάλα καθόδου στο εσωτερικό του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα. + -βάθρα (< βά-θρον < βαίνω), πρβλ. ανα-βάθρα, απο-βάθρα.