θυραβάθρα

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠραβάθρα Medium diacritics: θυραβάθρα Low diacritics: θυραβάθρα Capitals: ΘΥΡΑΒΑΘΡΑ
Transliteration A: thyrabáthra Transliteration B: thyrabathra Transliteration C: thyravathra Beta Code: quraba/qra

English (LSJ)

ἡ, companion-ladder in a ship,PLond.3.1164h9(iii A.D.).

Greek Monolingual

θυραβάθρα, ἡ (Α)
σκάλα καθόδου στο εσωτερικό του πλοίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα. + -βάθρα (< βά-θρον < βαίνω), πρβλ. αναβάθρα, αποβάθρα.