θύρωσις
From LSJ
Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt
English (LSJ)
[ῠ], εως, ἡ, A furnishing with a door, τοῦ ἐργαστηρίου IG4.1484.38 (Epid.).
Greek Monolingual
θύρωσις, -ώσεως, ἡ (Α) θυρώ
επιγρ. η τοποθέτηση θύρας.