καρωτόν
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
English (LSJ)
τό, A carrot, dub. in Diph.Siph. ap. Ath.9.371e; but, = gleanings of grapes, PLond.1821.202.
German (Pape)
[Seite 1332] τό, Pastinakwurzel, Karotte, Ath. IX, 371 e.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰρωτόν: τό, δαυκί, «καρῶτον», Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 371Ε, πρβλ. σταφυλῖνος.