κατατρεπτικῶς
From LSJ
English (LSJ)
A v. καταστρεπτικῶς.
Greek (Liddell-Scott)
κατατρεπτικῶς: Ἐπίρρ., ἀναστρόφως, ἀνατρεπτικῶς, ὅσα εἰσὶν ὁρμῆς κινητικὰ ἀνετικῶς ἐφ’ ἕτερα καὶ μὴ κ. Στοβ. Ἐκλογ. 2. 150.
Full diacritics: κατατρεπτικῶς | Medium diacritics: κατατρεπτικῶς | Low diacritics: κατατρεπτικώς | Capitals: ΚΑΤΑΤΡΕΠΤΙΚΩΣ |
Transliteration A: katatreptikō̂s | Transliteration B: katatreptikōs | Transliteration C: katatreptikos | Beta Code: katatreptikw=s |
A v. καταστρεπτικῶς.
κατατρεπτικῶς: Ἐπίρρ., ἀναστρόφως, ἀνατρεπτικῶς, ὅσα εἰσὶν ὁρμῆς κινητικὰ ἀνετικῶς ἐφ’ ἕτερα καὶ μὴ κ. Στοβ. Ἐκλογ. 2. 150.