κεραυνεγχής

Revision as of 09:04, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ές,    A = ἐγχεικέραυνος, B.7.48.

Greek (Liddell-Scott)

κεραυνεγχής: -ές, = ἐγχεικέραυνος, Βακχυλ. VII. 48 (Blass).

Greek Monolingual

κεραυνεγχής, -ές (Α)
εγχεικέραυνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -εγχής (< ἔγχος «δόρυ»), πρβλ. θυρσ-εγχής, χρυσ-εγχής].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεραυνεγχής -ες [κεραυνός, ἔγχος] die de bliksem heeft als speer.