κορωνίης

From LSJ
Revision as of 09:37, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορωνίης Medium diacritics: κορωνίης Low diacritics: κορωνίης Capitals: ΚΟΡΩΝΙΗΣ
Transliteration A: korōníēs Transliteration B: korōniēs Transliteration C: koroniis Beta Code: korwni/hs

English (LSJ)

Att. κορωνίας, ου, ὁ, (κορωνιάω)    A arching the neck, ἵππος ὣς κ. Semon.18 (κορωνίτης codd. EM).

Greek (Liddell-Scott)

κορωνίης: Ἀττ. -ίας, ου, ὁ, (κορωνιάω) κυρτῶν τὸν τράχηλον, ἵππος ὣς κ. Σιμων. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 270. 45· κοινῶς κορωνίτης ἐναντίον τοῦ μέτρου· ὁ Welcker κορωνίδης.

Greek Monolingual

κορωνίης, αττ. τ. κορωνίας, ὁ (Α) κορώνη
αυτός που έχει κυρτωμένο τράχηλο.