κυμβαλίστρια
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, fem. of foreg., Lat. A cymbalistria, Petron. 22.
Greek (Liddell-Scott)
κυμβᾰλίστρια: ἡ, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ προηγ., cympalistria, Πετρών. 22.
Greek Monolingual
η (Α κυμβαλίστρια)
βλ. κυμβαλιστής.
Full diacritics: κυμβᾰλίστρια | Medium diacritics: κυμβαλίστρια | Low diacritics: κυμβαλίστρια | Capitals: ΚΥΜΒΑΛΙΣΤΡΙΑ |
Transliteration A: kymbalístria | Transliteration B: kymbalistria | Transliteration C: kymvalistria | Beta Code: kumbali/stria |
ἡ, fem. of foreg., Lat. A cymbalistria, Petron. 22.
κυμβᾰλίστρια: ἡ, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ προηγ., cympalistria, Πετρών. 22.
η (Α κυμβαλίστρια)
βλ. κυμβαλιστής.