κριθαία

Revision as of 10:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ, (κριθή)    A barley-pottage, Hom.Epigr.15.7.

German (Pape)

[Seite 1508] ἡ, Gerstenbrei, H. ep. 15, 7.

Greek (Liddell-Scott)

κρῑθαία: ἡ, (κριθὴ) ἕψημα κριθῆς, Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 15. 7.

Greek Monolingual

κριθαία, ἡ (Α)
σούπα από κριθάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + κατάλ. -αία (πρβλ. αλμ-αία, σιτ-αία)].