λατομίς

Revision as of 10:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ίδος, ἡ,    A stone-chisel, χαλκαῖ λ. Agatharch.29.

Greek (Liddell-Scott)

λᾱτομίς: -ίδος, ἡ, γλυφίς, ἐργαλεῖον γλυπτικόν, «κοπίδι», Ἀγαθαρχ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 449. 4.

Greek Monolingual

λατομίς, -ίδος, ἡ (Α)
γλυπτικό εργαλείο, γλυφίδα, κοπίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας «λίθος» + πομίς «μαχαίρι»].