ίδος, ἡ, A stone-chisel, χαλκαῖ λ. Agatharch.29.
λᾱτομίς: -ίδος, ἡ, γλυφίς, ἐργαλεῖον γλυπτικόν, «κοπίδι», Ἀγαθαρχ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 449. 4.
λατομίς, -ίδος, ἡ (Α)γλυπτικό εργαλείο, γλυφίδα, κοπίδι.[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας «λίθος» + πομίς «μαχαίρι»].