γλυφίδα
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
η (AM γλυφίς) γλύφω
το γλύφανο
νεοελλ.
διακοσμητική προεξοχή
αρχ.
1. αιχμή βέλους
2. βέλος
3. κιονόκρανο.