λευκόχρωμος
From LSJ
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
English (LSJ)
ον, = foreg., A κάμηλος PGrenf.2.74.7 (iv A.D.).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α λευκόχρωμος, -ον)
αυτός που έχει λευκή επιδερμίδα.