λογιστέον
ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched
English (LSJ)
A one must reckon, Vett.Val.264.9; λ. ἀπό… one must deduct from.., τὴν τροφὴν… ἀπὸ τῶν ἑβδομήκοντα μνῶν… λογιστέον D.27.36. 2 one must impute, τινί τι Hld.1.15. II one must take into account, τι Pl.Ti.62a. 2 one must reason, Men. 531.9.
Greek (Liddell-Scott)
λογιστέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ὑπολογίσῃ ἢ ἀφαιρέσῃ..., ἴδε ἐν λ. λογίζομαι Ι. 4. 2) πρέπει τις νὰ ἀποδώσῃ τι εἴς τινα, νὰ θεωρήσῃ τι ὡς ἀνῆκον εἴς τινα, τινί τι Ἡλιόδ. 1. 15. ΙΙ. πρέπει τις νὰ λογαριάσῃ τις τι Πλάτ. Τίμ. 61E. 2) πρέπει τις νὰ σκεφθῇ, νὰ συλλογισθῇ, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 2. 9.
Greek Monotonic
λογιστέον: ρημ. επίθ. του λογίζομαι, πρέπει να υπολογίσουμε ή να αφαιρέσουμε, σε Δημ.