μαγείρευμα
From LSJ
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
English (LSJ)
ατος, τό, A that which is cooked, food, Hsch. s.v. ὄψα (pl.), Eust.1402.16.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰγείρευμα: τό, τὸ μαγειρευθέν, τροφή, Ἡσύχ., Εὐστ. 1402. 16.