μεγαλορρέκτης

Revision as of 11:54, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ου, ὁ,    A one who does great things, Adam.2.39.

Greek (Liddell-Scott)

μεγαλορρέκτης: ὁ, μεγάλα πράττων, μεγαλόδοξοςπλεονέκτης, κακορρέκτου καὶ μεγαλορρέκτου καὶ φευκτέου ἀνδρὸς Ἀδαμαντ. Φυσιογν. 2. 27.

Greek Monolingual

μεγαλορρέκτης, ὁ (Α)
αυτός που κάνει σπουδαία έργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + ῥέκτης (< ῥέζω «πράττω»), πρβλ. κακο-ρρέκτης, χειρο-ρρέκτης].