μεγαλορρέκτης

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλορρέκτης Medium diacritics: μεγαλορρέκτης Low diacritics: μεγαλορρέκτης Capitals: ΜΕΓΑΛΟΡΡΕΚΤΗΣ
Transliteration A: megalorréktēs Transliteration B: megalorrektēs Transliteration C: megalorrektis Beta Code: megalorre/kths

English (LSJ)

μεγαλορρέκτου, ὁ, one who does great things, Adam.2.39.

German (Pape)

ὁ, = μεγαλοπράγμων (große Taten tuend, Großes unternehmend), Adamant. phys. 2.27.

Russian (Dvoretsky)

склонный к широким начинаниям, замышляющий большие дела.

Greek (Liddell-Scott)

μεγαλορρέκτης: ὁ, μεγάλα πράττων, μεγαλόδοξοςπλεονέκτης, κακορρέκτου καὶ μεγαλορρέκτου καὶ φευκτέου ἀνδρὸς Ἀδαμαντ. Φυσιογν. 2. 27.

Greek Monolingual

μεγαλορρέκτης, ὁ (Α)
αυτός που κάνει σπουδαία έργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + ῥέκτης (< ῥέζω «πράττω»), πρβλ. κακορρέκτης, χειρορρέκτης].