μαλκόν

From LSJ
Revision as of 11:28, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαλκόν Medium diacritics: μαλκόν Low diacritics: μαλκόν Capitals: ΜΑΛΚΟΝ
Transliteration A: malkón Transliteration B: malkon Transliteration C: malkon Beta Code: malko/n

English (LSJ)

   A v. μάλκιος.

Greek (Liddell-Scott)

μαλκόν: «μαλακὸν» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μαλκόν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μαλκόν
μαλακόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μεταπλασμένους τ. του μαλακός, με συγκοπή. Ο τ. μαλκῆν («τὸ ἐπικόπανον» κατά τον Ησύχ.) αναφέρεται επομένως στο στέλεχος του δέντρου, το οποίο τρυφεραίνει, μαλακώνει].