μυρτοπώλης
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English (LSJ)
ου, ὁ, A seller of myrtle-berries, Sammelb.727 (i B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
μυρτοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν μύρτα, Ἐπιγραφ. Αἰγύπτου, Journ. D. Sav. Août 1879, σ. 474.
Greek Monolingual
μυρτοπώλης, o (Α)
αυτός που πουλά μύρτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + -πώλης (< πωλῶ), πρβλ. μυρο-πώλης.