μυρτοπώλης

From LSJ

Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz

Menander, Monostichoi, 378
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυρτοπώλης Medium diacritics: μυρτοπώλης Low diacritics: μυρτοπώλης Capitals: ΜΥΡΤΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: myrtopṓlēs Transliteration B: myrtopōlēs Transliteration C: myrtopolis Beta Code: murtopw/lhs

English (LSJ)

μυρτοπώλου, ὁ, seller of myrtle-berries, Sammelb.727 (i B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

μυρτοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν μύρτα, Ἐπιγραφ. Αἰγύπτου, Journ. D. Sav. Août 1879, σ. 474.

Greek Monolingual

μυρτοπώλης, o (Α)
αυτός που πουλά μύρτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος + -πώλης (< πωλῶ), πρβλ. μυροπώλης.