νεβρισμός

Revision as of 13:25, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ὁ,    A wearing of a νεβρίς, Arignote ap. Harp.

German (Pape)

[Seite 235] ὁ, das Tragen der νεβρίς, u. die Feier des Bacchusfestes.

Greek (Liddell-Scott)

νεβρισμός: ὁ, (νεβρίζω) τὸ φορεῖν νεβρίδα κατὰ τὰς τελετὰς τοῦ Βάκχου, Ἁρποκρ.

Greek Monolingual

νεβρισμός, ὁ (Α) νεβρίζω
το να φορά κάποιος νεβρίδα κατά τις τελετές του Βάκχου.