νεβρίζω
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
wear a fawnskin at the feast of Dionysus, or, as trans., robe in fawnskins (Phot. gives both explanations), D.18.259.
German (Pape)
[Seite 235] das Fell eines Hirschkalbes tragen, ein Bacchusfest begehen, Dem. 18, 259; vgl. Harpocr.
French (Bailly abrégé)
se vêtir d'une peau de faon.
Étymologie: νεβρίς.
Russian (Dvoretsky)
νεβρίζω: носить оленью шкуру, т. е. участвовать в вакхических празднествах Dem.
Greek (Liddell-Scott)
νεβρίζω: φορῶ νεβρίδα κατὰ τὴν ἑορτὴν τοῦ Διονύσου, ἢ ὡς μεταβ., περιβάλλω μὲ νεβρίδα τοὺς τελουμένους (ὁ Φώτ. παρέχει ἀμφοτέρας τὰς ἑρμην.), Δημ. 313. 16· πρβλ. Λοβεκ. Ἀγλαόφ. σελ. 653.
Greek Monolingual
νεβρίζω (Α) νεβρίς
1. φορώ δέρμα νεβρού κατά την εορτή του Βάκχου, του Διονύσου
2. (κατ' επέκτ.) εορτάζω τα Διονύσια
3. περιβάλλω με δέρμα νεβρού τους εορτάζοντες
4. (κατά τον Αρποκρατίωνα) «ἐπὶ τοῦ νεβροὺς διασπᾶν κατά τινα ἄρρητον λόγον».
Greek Monotonic
νεβρίζω: μέλ. -ίσω, φορώ ένδυμα από δέρμα νεογέννητου ελαφιού στη γιορτή του Βάκχου, ή ως μτβ., ντύνω με δέρματα νεογέννητων ελαφιών, σε Δημ.
Middle Liddell
νεβρίζω, fut. -σω
to wear a fawnskin at the feast of Bacchus, or, as trans., to robe in fawnskins, Dem. [from νεβρίς