περιπλέκεια
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
ἡ, A intricacy, μαθημάτων Iamb.Protr.21.κα'.
Greek Monolingual
ἡ, Α περιπλεκής
περιπλοκή, δυσχέρεια, δυσκολία.