πολύπατρις
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
English (LSJ)
ἴδος, ὁ, ἡ, A having more than one country, Eust.4.20.
German (Pape)
[Seite 668] ὁ, ἡ, mehr als ein Vaterland habend, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
πολύπατρις: -ιδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πολλὰς πατρίδας, Εὐστ. 4. 20.
Greek Monolingual
-ι, Μ
αυτός που έχει πολλές πατρίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πατρις (< πατρίς, -ίδος), πρβλ. μισό-πατρις, φιλό-πατρις].