προσλιμενίζομαι

Revision as of 19:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

Pass.,    A run into harbour, Sch.rec.A.Pers.70.

Greek (Liddell-Scott)

προσλῐμενίζομαι: καὶ -εύομαι, Παθ., προσορμίζομαι, εἰσέρχομαι εἰς λιμένα, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 70, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

ΝΑ
εισέρχομαι και αγκυροβολώ σε λιμάνι, προσορμίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + λιμήν, -ένος].