πρωτόπλαστος

From LSJ
Revision as of 21:28, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art

Menander, Monostichoi, 535
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτόπλαστος Medium diacritics: πρωτόπλαστος Low diacritics: πρωτόπλαστος Capitals: ΠΡΩΤΟΠΛΑΣΤΟΣ
Transliteration A: prōtóplastos Transliteration B: prōtoplastos Transliteration C: protoplastos Beta Code: prwto/plastos

English (LSJ)

ον,    A first-formed, of Adam, LXX Wi. 7.1, 10.1, Ph.Fr.61 H.

German (Pape)

[Seite 805] zuerst gebildet, geschaffen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόπλαστος: -ον, ὁ πρῶτος πλασθείς, ἐπὶ τοῦ Ἀδάμ, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. Ζ´, 1), Κλήμ. Ἀλ. 559.

Greek Monolingual

-η, -ο / πρωτόπλαστος, -ον, ΝΜΑ
1. (για τον Αδάμ) αυτός που πλάστηκε πρώτος
2. το αρσ. ως ουσ. ο πρωτόπλαστος
ο Αδάμ
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πρωτόπλαστοι
ο Αδάμ και η Εύα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + πλαστός (< πλάσσω)].