σεληνοειδής
From LSJ
Φιλοσοφίαν δὲ τὴν μὲν κατὰ φύσιν, ὦ Βασιλεῦ, ἐπαίνει καὶ ἀσπάζου, τὴν δέ θεοκλυτεῖν φάσκουσαν παραίτου. → Praise and revere, O King, the philosophy that accords with nature, and avoid that which pretends to invoke the gods. (Philostratus, Ap. 5.37)
English (LSJ)
ές, A like the moon, crescent-shaped, Cleom.2.1, Porph.Sent.29, Suid. s.v. μηνοειδής.
German (Pape)
[Seite 870] ές, mondartig, mondförmig, Suid. v. μηνοειδής.
Greek (Liddell-Scott)
σεληνοειδής: -ές, ὁ ὅμοιος τῇ σελήνῃ, ἔχων τὸ σχῆμα αὐτῆς, Κλεομήδ., Σουΐδ.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
αυτός που έχει το σχήμα της Σελήνης, μηνοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + -ειδής].