σιδηρεία

Revision as of 22:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A working in iron, X.An.5.5.1.

German (Pape)

[Seite 879] Eisenarbeit, sowohl die bergmännische Gewinnung, als das Bearbeiten und Schmieden des Eisens, Xen. An. 5, 5, 1.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρεία: ἡ, τὸ ἐργάζεσθαι τὸν σίδηρον, Ξεν. Ἀν. 5. 5, 1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
extraction du fer.
Étymologie: σιδηρεύω.

Greek Monolingual

ἡ, Α σιδηρεύω
η εξόρυξη και η κατεργασία του σιδήρου.

Greek Monotonic

σῐδηρεία: ἡ (σίδηρος), κατεργασία σιδήρου, σιδηρομεταλλουργία, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηρεία: ἡ добывание железа Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιδηρεία -ας, ἡ [σίδηρος] ijzerbewerking.

Middle Liddell

σῐδηρεία, ἡ, σίδηρος
a working in iron, Xen.