σκελόδεσμον
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
English (LSJ)
τό, A garter, crurarium, Gloss.
Greek Monolingual
τὸ, Α
περισκελίδα, περικνημίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκέλος + δεσμός.