σπαρτέον
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
English (LSJ)
(σπείρω) A one must sow, Gp.2.13.2.
Greek (Liddell-Scott)
σπαρτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ σπείρω, πρέπει να σπείρῃ τις, Κλήμ. Ἀλ. 188.