σπείρημα
From LSJ
Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr
English (LSJ)
A v. σπείραμα.
German (Pape)
[Seite 918] τό, das Gewickelte, die Windung; σπείραμα αἰῶνος, Ep. ad. 571 (App. 109). – So viel wie σπάργανον, Nic. Al. 417.
Greek (Liddell-Scott)
σπείρημα: Ἰων. ἀντὶ σπείραμα.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. σπείραμα.
Greek Monotonic
σπείρημα: Ιων. αντί σπείραμα.
Russian (Dvoretsky)
σπείρημα: ατος τό ион. = σπείραμα.