στρατοϋπηρέτης
From LSJ
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
Full diacritics: στρᾰτοϋπηρέτης | Medium diacritics: στρατοϋπηρέτης | Low diacritics: στρατοϋπηρέτης | Capitals: ΣΤΡΑΤΟΫΠΗΡΕΤΗΣ |
Transliteration A: stratoüpērétēs | Transliteration B: stratoupēretēs | Transliteration C: stratoypiretis | Beta Code: stratou+phre/ths |
ου, ὁ, A army servant, prob. in Sammelb.4293.8.
ὁ, Α
υπηρέτης στρατοπέδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + ὑπηρέτης.