τετραποδίζω

Revision as of 08:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A go on all fours, Arist.HA501a3; = quadripedo, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1099] auf vier Füßen gehen, wie ein vierfüßiges Thier gehen oder leben, von Menschen, Arist. H. A. 2, 1.

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰποδίζω: περιπατῶ μὲ τὰ τέσσαρα, «ἀρκουδίζω», ὡς τὰ μικρὰ παιδία, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 48, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. εἰλύεται.

Greek Monolingual

ΝΑ τετράπους, -οδος]
βαδίζω στηριζόμενος στα χέρια και στα πόδια, περπατώ με τα τέσσερα, μπουσουλώ («τὸ πρῶτον παιδίον ὤν ἕρπει τετραποδίζων», Αριστοτ.)
νεοελλ.
(για ιπποειδή) προχωρώ βάδην.

Russian (Dvoretsky)

τετρᾰποδίζω: передвигаться на четвереньках Arst.