τρυλίζω

Revision as of 09:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

   A gurgle, of the bowels, Hp.Int.6 (τρυλλίζει, v.l. τρύζει); of the cry of a quail, Poll.5.89.

Greek (Liddell-Scott)

τρῡλίζω: θρυλίζω, ἐπὶ τῶν ἐντέρων, Ἱππ. 534. 31· ἐπὶ τῆς φωνῆς ὄρτυγος, ὄρτυγας τρυλίζειν Πολυδ. Ε΄, 89, ἐν Θεογνώστου Καν. 24, 21: «τρυλίζει, ὀδύρεται». Ὀνοματοπ., ὡς τὸ τρύζω).

Greek Monolingual

ΝΜΑ
(για τα ορτύκια) εκβάλλω γογγυστικό ήχο, τρύζω
μσν.-αρχ.
(κατά τον Θεόγνωστ.) (στο γ' εν.) τρυλίζει
«ὀδύρεται»
αρχ.
1. (για την κοιλιά και τα έντερα) γουργουρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του ρ. τρύζω, αναλογικά προς το θρυλίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρυλίζω onomat. knorren (van de maag).