κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
και γουργουλίζω
1. κάνω γαργάρα
2. (για στενόλαιμα αγγεία) παράγω ιδιόρρυθμο ήχο κατά το άδειασμα του νερού
3. (για τα έντερα) παράγω ιδιόρρυθμο ήχο λόγω της μετακινήσεως τών αερίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. από τον ήχο γουρ-γουρ (πρβλ. αρχ. ελλ. βορβορύζω, κορκορυγέω)].