τρυπητήρ
From LSJ
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, A pierced vessel, Ph.Bel.90.28.
Greek (Liddell-Scott)
τρῡπητήρ: ῆρος, ὁ, ἀγγεῖον τρυπητόν, κοινῶς τρυπητῆρι, Φίλων. Βελοπ. 90.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, ΝΑ
βλ. τρυπητήρας.