φιλαλληλία

Revision as of 09:38, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ἡ,    A mutual love, Tz.ad Hes.Op.42: metaph. of numbers, affinity, Nicom.Ar.2.19, Iamb.in Nic.p.30P.

German (Pape)

[Seite 1274] ἡ, gegenseitige Liebe, Nicom. arithm. 2, 19.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλαλληλία: ἡ, ἡ πρὸς ἀλλήλους ἀγάπη, τὸ ἐξ ἀγάπης καὶ φιλαλληλίας ἐπιστάξαι δάκρυον Κύριλλ. Ἀλεξ. Γλαφυρ. εἰς Δευτερονόμ. σ. 412, Εὐστάθ. 1126, 32, Πονημάτ. 13, 1, κλπ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ φιλάλληλος
η αγάπη προς τον πλησίον, προς τον συνάνθρωπο, αλτρουισμός.