χαράκτης

From LSJ
Revision as of 10:15, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰράκτης Medium diacritics: χαράκτης Low diacritics: χαράκτης Capitals: ΧΑΡΑΚΤΗΣ
Transliteration A: charáktēs Transliteration B: charaktēs Transliteration C: charaktis Beta Code: xara/kths

English (LSJ)

ου, ὁ,    A stamper, coiner, Man.6.388.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰράκτης: -ου, ὡς καὶ νῦν ὁ, χαράττων, ὁ τυπώνων νομίσματα, Μανέθων 6. 388.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και χαράχτης και θηλ. χαράκτρια και χαράχτρια Ν χαράσσω
νεοελλ.
1. τεχνίτης ειδικευμένος στην χάραξη επιγραφών, εικόνων ή σχεδίων πάνω σε λίθινες, ξύλινες ή μεταλλικές επιφάνειες
2. καλλιτέχνης που φιλοτεχνεί έργα χαρακτικής
αρχ.
κόπτης νομισμάτων.