χειριάω
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
English (LSJ)
A have chaps in the hand, Poll.2.152.
German (Pape)
[Seite 1345] Risse od. Schrunden an den Händen od. Füßen haben, an aufgesprungenen Händen u. Füßen leiden, Poll. 2, 152. Vgl. χειράω.
Greek (Liddell-Scott)
χειριάω: ἔχω ῥήγματα, «σκασίματα» εἰς τὰς χεῖρας, «χειριᾶν δὲ ἐκάλουν τὸ κατερρῆχθαι τὰς χεῖρας ἢ ἀλγεῖν ἐκ κόπου» Πολυδ. Β΄ , 152· ἐν ἀντιγράφοις ἥττονος ἀξίας, χειράω, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύν. 80.