χλωρότης

Revision as of 10:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ητος, ἡ,    A greenness, ὕλης Plu.Flam.3; yellowness, χρυσίου LXX Ps.67(68).14; freshness, Sch.Opp.H.2.495.    II pale colour, of gold mixed with silver, Plu.2.952c; pallor, νοσώδης χ. ib.395c.

German (Pape)

[Seite 1361] ητος, ἡ, 1) das Grünsein od. Grünen, bes. von Pflanzen, ὕλης Plut. Flam. 3. – 2) die blasse Farbe, die Blässe, Hippocr. – 3) das frische Aussehen, die Jugendlichkeit, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χλωρότης: -ητος, ἡ, ἡ τοῦ χλωροῦ ἰδιότης, τὸ πράσινον χρῶμα, τῶν φυτῶν Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 8, 1 (ἐν τῷ τύπῳ χλοερότης)· ὕλης Πλουτ. Φλαμ. 3, πρβλ. 9. 952C. ΙΙ. ὠχρότης, αὐτόθι 395D, Ἐβδ. (Ψαλμ. ΞΖ΄, 13).

French (Bailly abrégé)

ότητος (ὁ) :
1 couleur d’un vert pâle ; p. ext. couleur blême, pâleur;
2 verdeur, fraîcheur, vigueur.
Étymologie: χλωρός.

Greek Monotonic

χλωρότης: -ητος, ἡ, πρασινάδα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

χλωρότης: нестяж. χλοερότης, ητος ἡ
1) зеленый цвет, зелень (τῶν φυτῶν Arst.; τῆς ὕλης Plut.);
2) бледность (χ. νοσώδης Plut.);
3) свежесть (ἀνθέων Plut.).

Middle Liddell

χλωρότης, ητος, ἡ,
greenness, Plut.