ἀκαταδίκαστος

Revision as of 11:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ον,    A indemnatus, Gloss.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαταδίκαστος: -ον, ὁ μὴ καταδικασθείς, Ἐκκλ.

Spanish (DGE)

-ον
no condenado, no juzgado, ἀναμάρτητος καὶ ἀ. Ath.Al.M.26.1105A, 1117C, indemnatus, Gloss.2.222.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀκαταδίκαστος, -ον) καταδικάζω
αυτός που δεν έχει καταδικαστεί
νεοελλ.
1. αυτός που δεν μπορούν να τον καταδικάσουν
«οι παράφρονες είναι ακαταδίκαστοι»
2. εκείνος που δεν μπορούν να τον κατακρίνουν, ο άμεμπτος
«... ακαταδίκαστο κορμί πώς εκαταδικάστεις;».