ἀνέλατος
English (LSJ)
ον, A = ἀνήλατος, Olymp.in Mete.326.38.
German (Pape)
[Seite 221] f. L. für ἀνήλατα, wie Bekk. lies't, Arist. Meteorol. 4, 9.
Spanish (DGE)
v. ἀνήλατος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνέλατος, -ον)
αυτός που δεν είναι εκτατός με σφυρηλάτηση ή συμπίεση
αρχ.
βλ. ανήλατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + ελατός < ελαύνω «σφυρηλατώ»].