ἀνήλατος

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνήλᾰτος Medium diacritics: ἀνήλατος Low diacritics: ανήλατος Capitals: ΑΝΗΛΑΤΟΣ
Transliteration A: anḗlatos Transliteration B: anēlatos Transliteration C: anilatos Beta Code: a)nh/latos

English (LSJ)

ἀνήλατον,
A not malleable, Arist.Mete.385a16: metaph., stubborn, Anacr.140.
2 not struck with a hammer, LXX Jb.41.15.

Spanish (DGE)

(ἀνήλᾰτος) -ον
• Alolema(s): ἀνείλατος IGLS 1.119, 212 (I a.C.); ἀνέλατος Olymp.in Mete.326.38
1 no maleable ἐλατὸν ἀνήλατον de clases de cuerpos físicos, Arist.Mete.385a16, cf. Olymp.l.c., del yunque, LXX Ib.41.16.
2 fig. que no se deja llevar, obstinado de pers., Anacr.145
de abstr. implacable νόμος ἀνειλάτους ἔχει ποινάς IGLS 1.119 (I a.C.), ὀργή IGLS 1.212 (I a.C.).

German (Pape)

[Seite 229] ungezügelt, wild, vom Zugvieh, E. M.; vom Metall, nicht zu treiben, Arist. Meteor. 4, 9.

Russian (Dvoretsky)

ἀνήλᾰτος: не тягучий (λίθος καὶ ξύλον Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνήλᾰτος: -ον, (ἐλαύνω) ὃν δὲν δύναταί τις διὰ τῆς σφυρηλατήσεως νὰ ἐκτείνῃ, ὁ μὴ ἐλατός, οἷον λίθος καὶ ξύλον Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 17: μεταφ., ἰσχυρογνώμων, ἄκαμπος, ἀπειθής, Ἀνακρ. 138 Bgk. - ἐπὶ ζῴων· «ἀνήλατος, ὁ μηδέπω δαμασθείς» Σουΐδ.

Greek Monolingual

ἀνήλατος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν μπορεί να σφυρηλατηθεί
2. μτφ. ισχυρογνώμων, άκαμπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + -ηλατος < ελατός (< ελαύνω) με έκταση της α΄ συλλαβής].