ἀπογένεσις
From LSJ
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
English (LSJ)
εως, ἡ, A decease, τὰς τῶν ψυχῶν γενέσεις καὶ ἀ. Porph. Antr.31, cf. 24, Plot.3.4.6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπογένεσις: -εως, ἡ, φθορά, ἀπώλεια, τὰς τῶν ψυχῶν γενέσεις καὶ ἀπογενέσεις Πορφ. Ἀντρ. Νυμφ. 31, Πλωτῖν. σ. 286.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
muerte συμβόλοις περιόδοις χρώμενοι γενέσεως καὶ ἀπογενέσεως Porph.in Tim.16, τῶν ψυχῶν γενέσεις καὶ ἀπογενέσεις Porph.Antr.31, ψυχαῖς ... ἀπογενέσεως Porph.Antr.24, τῶν γεννωμένων Ocell.1, cf. Plot.3.4.6.