ἀποστερητής

Revision as of 15:20, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

οῦ, ὁ,    A one who withholds, Arist.EE1232a15; esp. one who withholds what is due, a defrauder, cheat, Pl.R.344b, POxy.745.7(i A.D.); ἀποστερητὴν ἀγοράσας ἀγρόν a farm that costs money instead of bringing it in, Com.Adesp.109.

German (Pape)

[Seite 327] ὁ, der Räuber, καὶ κλεπταί Plat. Rep. V, 344 b; com. bei Stob. flor. 57, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστερητής: -οῦ, ὁ. ὁ ἀποστερῶν κλέπτης, ληστὴς, Πλάτ. Πολ. 344Β, Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 3 4, 5· - ἀποστερητὴν ἀγοράσας ἀγρόν, ἀγρὸν ὅστις ἀπαιτεῖ δαπάνας χωρὶς νὰ φέρῃ εἰσόδημα, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 6, πρβλ. ἀποστερητικός.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui prive de, spoliateur.
Étymologie: ἀποστερέω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
defraudador, timador ref. al que no paga lo debido, Pl.R.344b, Arist.EE 1232a15, POxy.745.7 (I d.C.)
fig. ἀ. ἀγρός campo que cuesta dinero en lugar de producirlo Com.Adesp.109.6.

Greek Monolingual

ἀποστερητής, ο (Α)
1. αυτός που αποστερεί από κάποιον κάτι
2. κλέφτης, άρπαγας.

Greek Monotonic

ἀποστερητής: -οῦ, ὁ, αυτός που αποστερεί, που υπεξαιρεί, ληστής, κλέφτης, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποστερητής: οῦ ὁ похититель, вор Plat., Arst.

Middle Liddell

[from ἀποστερέω
a depriver, robber, Plat.

English (Woodhouse)

one who deprives