ἀποκρέμασις
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
English (LSJ)
εως, ἡ, A hanging down, Aët.3.7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκρέμᾰσις: ἡ, τὸ κρέμασθαι πρὸς τὰ κάτω, Ἀέτ. 3. 48: -ὡσαύτως ἀποκρέμασμα, ατος, τό, Εὐστ. 1334. 2.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
colgajo, lo que cuelga κατὰ τὴν ἔκπτυξιν τῶν σκελῶν τε καὶ τὴν ἀποκρέμασιν euf. ref. al escroto y al miembro viril, Aët.3.7.