ἀποτμήξ

Revision as of 15:14, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

ῆγος, ὁ, ἡ,    A cut off, sheer, like ἀπορρώξ, σκοπιή A.R.2.581.

German (Pape)

[Seite 331] ῆγος, abgeschnitten, steil, σκοπιά Ap. Rh. 2, 581.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτμήξ: ῆγος, ὁ, ἡ, ἀποκεκομμένος, ἀπότομος, ὡς τὸ ἀπορρώξ, ἀποτμῆγι σκοπιῇ ἴσον, ὅ ἐ. ἀπερρηγμένη, ἀπεσχισμένη, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 581.

Spanish (DGE)

-ῆγος cortado, tallado a pico σκοπιή A.R.2.581.

Greek Monolingual

ἀποτμήξ (-ῆγος), ο, η (Α) αποτμήγω
αυτός που έχει αποκοπεί, απότομος.